- τρισέγγονος
- -εγγονή, -ο / τρισέγγονος, -ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. τρισεγγόνι, Ντο παιδί τού δισέγγονου σε σχέση με τον πατέρα τού παππού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι-* + ἔγγονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισέγγονος — η, ο το παιδί του δισέγγονου ή της δισεγγονής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απέκγονος — ἀπέκγονος, ο, η (Α) 1. μακρινός απόγονος 2. τρισέγγονος … Dictionary of Greek
καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τρισεγγόνι — το, Ν βλ. τρισέγγονος … Dictionary of Greek
τριτέγγονος — ο, θηλ. τριτεγγόνη, ἡ Μ τρισέγγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἐγγονός] … Dictionary of Greek
τριυιωνός — και δ. γρφ. τριυίωνος, ὁ, Α τρισέγγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + υἱωνός«εγγονός»] … Dictionary of Greek
Ιάρεδ — Βιβλικό πρόσωπο, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του Μελελεήλ και τρισέγγονος του Αδάμ (Γένεσις, ε’ 15). Ανήκε στη γραμμή των προπατόρων του Χριστού. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έγινε πατέρας του Ενώχ σε ηλικία 162 ετών και… … Dictionary of Greek